- φλόγωση
- η / φλόγωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [φλογῶ / -ώνω]νεοελλ.φλεγμονή, ερεθισμός, ξάναμμαμσν.-αρχ.πυρπόληση, κάψιμοαρχ.έντονη θερμότητα, καύμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλόγωση — η 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φλογώνω (βλ. λ.). 2. φλεγμονή (βλ. λ.), φλόγισμα, ξάναμμα, κακοφόρμισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλεγμονή ή φλόγωση — (Ιατρ.). Τυπική τοπική αντίδραση του οργανισμού σ’ ένα ερέθισμα. Αίτια φ. μπορεί να είναι παθογόνοι μικροοργανισμοί, η ερεθιστική δράση των οποίων οφείλεται εν μέρει στις τοξίνες τους και εν μέρει στη φυσική τους παρουσία ως ξένο σώμα ή σε αίτια… … Dictionary of Greek
κάψιμο — το 1. η καύση, η αποτέφρωση, η απανθράκωση 2. το οδυνηρό αίσθημα που δοκιμάζει κάποιος από την επαφή γυμνού μέρους τού σώματός του με τη φωτιά ή με καυστική ουσία 3. το σημάδι από έγκαυμα («ακόμη φαίνεται το κάψιμο τού χεριού») 4. το δυσάρεστο… … Dictionary of Greek
φλεγμονή — η, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. τοπική αντίδραση τών ζωντανών ιστών και, ειδικά, τών αιμοφόρων αγγείων, τού περιεχομένου τους και τών συναφών ανατομικών στοιχείων σε μια βλάβη (α. «οξεία φλεγμονή» β. «χρόνια φλεγμονή») 2. φρ. «καταρροϊκή φλεγμονή» ιατρ.… … Dictionary of Greek
άναψη — η (Α ἄναψις) νεοελλ. η έξαψη, φλόγωση αρχ. άναμμα, αναζωπύρηση 2. επιτολή, εμφάνιση αστέρων … Dictionary of Greek
έγκαυση — και έγκαψη, η (AM ἔγκαυσις) ζωγραφική με χρώματα αναμιγμένα με κερί αρχ. φλόγωση … Dictionary of Greek
έμπρησις — ἔμπρησις, η (Α) 1. εμπρησμός, πυρπόληση 2. ιατρ. φλόγωση … Dictionary of Greek
έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… … Dictionary of Greek
ανάγλειμμα — το [αναγλείφω] 1. γλείψιμο τών χειλιών με τη γλώσσα 2. φαγώσιμο που τό έγλειψε φίδι, σαύρα ή ποντικός και το οποίο, όταν τρώγεται, προκαλεί φλόγωση στα χείλη και στη γλώσσα … Dictionary of Greek
ανερέθιστος — η, ο αυτός που δεν έχει ερεθιστεί, εξαγριωθεί ή δεν είναι επιδεκτικός ερεθισμού 2. Ιατρ. αυτός που δεν παρουσιάζει φλόγωση ή ερεθισμό … Dictionary of Greek